- λεπτότεχνος
- η , ο [ος , ον ] тонкой работы, изящный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτότεχνος — η, ο επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά τεχνος, πολύ τεχνος] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτοτεχνία — η η τέχνη τής κατασκευής λεπτοτεχνημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτότεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς συζητήσεων] … Dictionary of Greek
λεπτοτεχνικός — ή, ό [λεπτότεχνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτοτεχνία … Dictionary of Greek
ματαιότεχνος — ματαιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ τεχνος] … Dictionary of Greek